βουβαίνω — βουβαίνω, βούβανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βουβαίνω — [βουβός] 1. καθιστώ κάποιον βουβό, άλαλο 2. αποστομώνω κάποιον 3. μέσ. γίνομαι βουβός, χάνω τη φωνή μου … Dictionary of Greek
βουβαίνω — ανα, άθηκα, βουβαμένος 1. μτφ., κάνω κάποιον βουβό, άφωνο: Τον βούβανε ο πόνος από τον ξαφνικό χαμό του αδελφού του. 2. αποστομώνω κάποιον: Μας βούβανε με μια του λέξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βούβαμα — το [βουβαίνω] η βουβαμάρα … Dictionary of Greek
κωφώ — (I) κωφῶ, άω (Α) [κωφός] 1. κάνω κάποιον να σταματήσει να μιλάει, βουβαίνω («τύμπανα σιγάζει κώφησέ τε πᾱσαν ἰωήν», Οππ.) 2. κολοβώνω κάποιον 3. παθ. κωφῶμαι, άομαι αποβλακώνομαι. (II) κωφῶ έω (Α) [κωφός] πιθ. κολοβώνω κάποιον. (III) κωφῶ, όω… … Dictionary of Greek