βουβαίνω

βουβαίνω
(αόρ. (ε)βούβανα, παθ. αόρ. (ε)βουβάθηκα) μετ.
1) делать немым, приводить к потере речи; 2) перен. заставить замолчать; заткнуть, зажить рот (кому-л.) (разг );

βουβαίνομαι — умолкать, неметь; — терять дар речи


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βουβαίνω" в других словарях:

  • βουβαίνω — βουβαίνω, βούβανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βουβαίνω — [βουβός] 1. καθιστώ κάποιον βουβό, άλαλο 2. αποστομώνω κάποιον 3. μέσ. γίνομαι βουβός, χάνω τη φωνή μου …   Dictionary of Greek

  • βουβαίνω — ανα, άθηκα, βουβαμένος 1. μτφ., κάνω κάποιον βουβό, άφωνο: Τον βούβανε ο πόνος από τον ξαφνικό χαμό του αδελφού του. 2. αποστομώνω κάποιον: Μας βούβανε με μια του λέξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βούβαμα — το [βουβαίνω] η βουβαμάρα …   Dictionary of Greek

  • κωφώ — (I) κωφῶ, άω (Α) [κωφός] 1. κάνω κάποιον να σταματήσει να μιλάει, βουβαίνω («τύμπανα σιγάζει κώφησέ τε πᾱσαν ἰωήν», Οππ.) 2. κολοβώνω κάποιον 3. παθ. κωφῶμαι, άομαι αποβλακώνομαι. (II) κωφῶ έω (Α) [κωφός] πιθ. κολοβώνω κάποιον. (III) κωφῶ, όω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»